- φαγεδαινικος
- φαγεδαινικόςφᾰγεδαινικός3мед. фагеденический, разъедающий
(ῥεύματα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ῥεύματα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαγεδαινικός — ή, ό / φαγεδαινικός, ή, όν, ΝΜΑ [φαγέδαινα] 1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φαγέδαινα 2. ιατρ. (για έλκος και γενικά για αλλοίωση) αυτός που έχει χαρακτήρα φαγέδαινας, αυτός που επεκτείνεται επιφανειακά, καταστρέφοντας το καλυπτήριο… … Dictionary of Greek
φαγεδαινικός — ή, ό (ιατρ.), αυτός που κατατρώγει τις σάρκες όπως η φαγέδαινα: Φαγεδαινικό έλκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαγεδαινικά — φαγεδαινικός of the nature of a cancer neut nom/voc/acc pl φαγεδαινικά̱ , φαγεδαινικός of the nature of a cancer fem nom/voc/acc dual φαγεδαινικά̱ , φαγεδαινικός of the nature of a cancer fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγεδαινικῶν — φαγεδαινικός of the nature of a cancer fem gen pl φαγεδαινικός of the nature of a cancer masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγεδαινικόν — φαγεδαινικός of the nature of a cancer masc acc sg φαγεδαινικός of the nature of a cancer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγεδαινικοῖς — φαγεδαινικός of the nature of a cancer masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγεδαινικῆς — φαγεδαινικός of the nature of a cancer fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγεδαινικήν — φαγεδαινικός of the nature of a cancer fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγεδαινικῷ — φαγεδαινικός of the nature of a cancer masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγεδαινώδης — ες, Ν [φαγέδαινα] φαγεδαινικός … Dictionary of Greek
φαγεδαινικάς — φαγεδαινικά̱ς , φαγεδαινικός of the nature of a cancer fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)